bereave of
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τί τινι), ἀφαιρεῖσθαί (τί τινα), αποστερεῖν (τινά τινος), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τί τινα), ἀποσυλᾶν (τί τινα), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), ἀποψιλοῦν (τινά τινος), νοσφίζεσθαί (τινά τινος), νοσφίσαι (aor. of νοσφίζειν) (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.).
bereave of one's senses: P. and V. ἐξιστάναι (acc.), V. ἐλαύνειν ἔξω τοῦ φρονεῖν.
bereave of parents: V. ὀρφανίζειν.
be bereft of, use also: P. and V. στέρεσθαι (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).