quickly
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ταχύ, ἐν τάχει, διὰ τάχους, σπουδῇ, Ar. and P. ταχέως, P. ὀξέως, V. τάχος, σὺν τάχει, ἐκ ταχείας, θοῶς; see soon.
as quickly as possible: P. and V. ὡς τάχιστα, Ar. and V. ὡς τάχος, ὅσον τάχος.