interfering
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English > Greek (Woodhouse)
adjective
meddling: Ar. and P. πολυπράγμων.
be interfering, v.: Ar. and P. πολυπραγμονεῖν, V. περισσὰ δρᾶν, πράσσειν τι πλέον (Eur., Fragment), Ar. and V. πράσσειν πολλά.