Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
P. and V. ἀργία, ἡ. σχολή, ἡ, ῥᾳθυμία, ἡ, ἀπραξία, ἡ, P. ῥᾳστώνη, ἡ, Ar. and P. ἡσυχία, ἡ.
sitting still: P. and V. ἕδρα, ἡ. P. καθέδρα, ἡ.