supremely
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English > Greek (Woodhouse)
adverb
exceedingly: P. ὑπερβαλλόντως, διαφερόντως, P. and V. σφόδρα, μάλα, κάρτα (Plato but rare P.), V. εἰς ὑπερβολήν, ἐξόχως.