Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
P. and V. ἐσθής, ἡ, ἐσθήματα, τα, κόσμος, ὁ, σκευή, ἡ, στολή, ἡ (Plato), V. εἷμα, τό, στολμός, ὁ, στόλισμα, τό. ἀμφιβλήματα, τά, Ar. and V. πέπλος, ὁ, πέπλωμα, τό.