raiment

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for raiment - Opens in new window

substantive

P. and V. ἐσθής, ἡ, ἐσθήματα, τα, κόσμος, ὁ, σκευή, ἡ, στολή, ἡ (Plato), V. εἷμα, τό, στολμός, ὁ, στόλισμα, τό. ἀμφιβλήματα, τά, Ar. and V. πέπλος, ὁ, πέπλωμα, τό.