διάσκεμμα
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ατος, τό, A observation, Gal.1.293(pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διάσκεμμα: τό, = σκέμμα, Γαλην. 2. 192C.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
observación plu. métodos de observación en el pronóstico de las enfermedades, Gal.1.293.