διαφεγγής

From LSJ
Revision as of 19:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφεγγής Medium diacritics: διαφεγγής Low diacritics: διαφεγγής Capitals: ΔΙΑΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: diaphengḗs Transliteration B: diaphengēs Transliteration C: diafeggis Beta Code: diafeggh/s

English (LSJ)

ές,    A pellucid: Adv. Comp., ὑέλου -έστερον ἀπαστράπτειν Luc.Am.26.

German (Pape)

[Seite 610] ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.

Greek (Liddell-Scott)

διαφεγγής: -ές, διαφανής, Λουκ. Ἐρωσ. 26.

Spanish (DGE)

-ές
luminoso como pred. τὸ δ' ἄλλο σῶμα ... Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτει Luc.Am.26, ἄστρων διαφεγγεῖς μαρμαρυγὰς ὁρῶμεν Heraclit.All.75, πυρὸς σέλατα, διαφεγγέα πάντῃ Orph.Fr.247.28 (ap. crít.).

Greek Monolingual

-ές (ΑΝ)
διαφανής, διάφωτος.

Russian (Dvoretsky)

διαφεγγής: сверкающий, яркий: Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτειν Luc. блестеть ярче сидонского стекла.