καρανώ
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ἡ,
A goat (Cret.), Hsch. κάραξι· στρώσω, Id. καραρύες, Scythian travelling-wagons, Id. καράς· ο ἀποσπερματισμός, Id. καραταί· κεφαλαί, Id.
Greek (Liddell-Scott)
καρανώ: «τὴν αἶγα. Κρῆτες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καρανῶ, -όω (Α) κάρανον
1. φέρνω κάτι ώς την κορυφή, ώς το τέλος, αποτελειώνω
2. παθ. καρανοῡμαι, -όομαι
κεφαλαιώνομαι, κορυφώνομαι, παίρνω τέλος.