κοίλανσις
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
εως, ἡ, A hollowing, Alex.Aphr.in SE105.10, Paul.Aeg.6.90, Eust.159.35 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1466] ἡ, das Aushöhlen, Eust. 120, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλανσις: -εως, ἡ, τὸ κοιλαίνειν, ποιεῖν τι κοῖλον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.