μονόμαχος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ον, (μάχομαι)
A fighting in single combat, μ. προστάται A.Th.798; μονομάχον ἐπὶ φρέν' ἠλθέτην E.Ph.1300 (lyr.); μονομάχου δι' ἀσπίδος, i. e. in single combat, Id.Heracl.819; μονομάχῳ δορί Id.Ph.1325; μονομάχου πάλης ἀγῶνα Ar.Fr.558. II μονομάχος, ὁ, gladiator, freq. in pl., Str.5.1.7, Nic. Dam.78 J., J.AJ 14.10.6, IG7.106.7 (Megara), OGI533.5 (Galatia, i A. D.), Arr.Epict. 3.16.4, Luc.Demon.57, Hdn.1.15.8, etc.