κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Full diacritics: μορφύνω | Medium diacritics: μορφύνω | Low diacritics: μορφύνω | Capitals: ΜΟΡΦΥΝΩ |
Transliteration A: morphýnō | Transliteration B: morphynō | Transliteration C: morfyno | Beta Code: morfu/nw |
A adorn, Hsch.
[Seite 209] zieren, schmücken, Hesych.
μορφύνω: καλλωπίζω, κοσμῶ, Ἡσύχ.
μορφύνω (Α) μορφή
(κατά τον Ησύχ.) «καλλωπίζω, κοσμῶ».