μυελοποιός

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελοποιός Medium diacritics: μυελοποιός Low diacritics: μυελοποιός Capitals: ΜΥΕΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: myelopoiós Transliteration B: myelopoios Transliteration C: myelopoios Beta Code: muelopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making marrow, i. e. strengthening, Sch. D Od. 2.290.

German (Pape)

[Seite 213] markmachend, stärkend, Schol. Od. 2, 290.

Greek (Liddell-Scott)

μυελοποιός: -όν, ὁ ποιῶν μυελόν, δηλ. ἐνισχύων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Β. 290.

Greek Monolingual

μυελοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που παράγει μυελό ή αυτός που παρέχει μυελό
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που είναι θρεπτικός.