νικήεις

From LSJ
Revision as of 13:36, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh

Menander, Monostichoi, 137
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νικήεις Medium diacritics: νικήεις Low diacritics: νικήεις Capitals: ΝΙΚΗΕΙΣ
Transliteration A: nikḗeis Transliteration B: nikēeis Transliteration C: nikieis Beta Code: nikh/eis

English (LSJ)

Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν,    A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.

Greek Monolingual

νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγ-ήεις)].

Greek Monotonic

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νῑκήεις: дор. νῑκάεις, άεσσα, ᾶεν (κᾱ) побеждающий, победоносный Anth.

Middle Liddell

νῑκήεις, δοριξ νικάεις, εσσα, εν [from νί¯κη]
victorious, Anth.