παλλικάριον
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
τό (for παλληκ-, cf. παλλήκιον, πάλληξ), A page, POxy. 1863.4.
Greek Monolingual
παλλικάριον, τὸ (Μ)
βλ. παλληκάρι.