παλληκάρι
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Greek Monolingual
και παληκάρι και παλικάρι, το (Μ παλληκάριον και παλλικάριον)
γενναίος, τολμηρός, υπερήφανος και μαχητικός άνδρας, λεβέντης
νεοελλ.
1. νέος άνδρας, σφριγηλός νέος μεταξύ της εφηβικής και της ανδρικής ηλικίας («ήταν μαζεμένα όλα τα παληκάρια του χωριού»)
2. άγαμος, ανύπανδρος
3. (σε αντιδιαστολή με το κορίτσι) αρσενικό τέκνο
4. (επί τουρκοκρατίας) κλέφτης ή αρματολός, μέλος ομάδας πολεμιστών με οπλαρχηγό
5. μέλος ληστρικής συμμορίας («τα παληκάρια του Νταβέλη»)
6. φρ. α) «παληκάρι της φακής» — λέγεται ειρωνικά για θρασύδειλα άτομα που επιδεικνύουν ανύπαρκτη γενναιότητα και γελοιοποιούνται
β) «το καλό το παληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι» — λέγεται για τα άτομα που υπερνικούν τα αδιέξοδα, τις αντιξοότητες και τα εμπόδια με επιδεξιότητα και τέχνη
μσν.
1. πεζός ακόλουθος έφιππου πολεμιστή
2. πολεμιστής
3. στον πληθ. τὰ παλληκάρια
οι πάλλικες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παλληκάριον «πολεμιστής», υποκορ. του αρχ. πάλληξ «παιδί». Η γρφ. παληκάρι οφείλεται σε απλοποίηση τών δύο -λλ- σε ένα (βλ. λ. παλλακή), ενώ η γρφ. παλικάρι αφ' ενός σε απλοποίηση τών -λλ- και αφ' ετέρου σε προτίμηση του -ι-, που μαρτυρείται και σε αρχ. πάπυρο].