σάλευσις
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
εως, ἡ, A oscillation, Arist.Mech. 857a8.
German (Pape)
[Seite 859] ἡ, das Erschüttern, Bewegen, Arist. mechan. 27.
Greek (Liddell-Scott)
σάλευσις: -εως, ἡ, σάλος, κίνησις, Ἀριστ. Μηχαν. 27. 1.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α σαλεύω
ασταθής κίνηση, σάλος.
Russian (Dvoretsky)
σάλευσις: εως (ᾰ) ἡ колебание, качание Arst.