συμβία

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ἡ</b>" to "ῐ], ἡ")

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβία Medium diacritics: συμβία Low diacritics: συμβία Capitals: ΣΥΜΒΙΑ
Transliteration A: symbía Transliteration B: symbia Transliteration C: symvia Beta Code: sumbi/a

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, late word for σύμβιος (ἡ),

   A wife, PLond.3.978.19 (iv A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

συμβία: ἡ, ἐν μεταγενεστ. ἐπιγρ. ἀντὶ σύμβιος (ἡ), ἡ σύζυγος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5870, 8767, 9297, ἴδε σύμβιος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. σύμβιος].

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
η σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. σύμβιος].