συμφώνημα

From LSJ
Revision as of 23:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφώνημα Medium diacritics: συμφώνημα Low diacritics: συμφώνημα Capitals: ΣΥΜΦΩΝΗΜΑ
Transliteration A: symphṓnēma Transliteration B: symphōnēma Transliteration C: symfonima Beta Code: sumfw/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A agreement, PFlor.379.7 (ii A.D.), Sch.Th.7.33; watchword, token, Sch.E.Or.1130.

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνημα: τό, συμφωνία, τὸ συμφωνηθέν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 7. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1130.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμφωνῶ
1. συμφωνία
2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμφωνῶ
1. συμφωνία
2. σημείο αναγνώρισης, σημάδι.