τροχηλασία

From LSJ
Revision as of 09:29, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχηλᾰσία Medium diacritics: τροχηλασία Low diacritics: τροχηλασία Capitals: ΤΡΟΧΗΛΑΣΙΑ
Transliteration A: trochēlasía Transliteration B: trochēlasia Transliteration C: trochilasia Beta Code: troxhlasi/a

English (LSJ)

ἡ,    A locomotion, metaph. of the mutability of human life, Hp.Ep.17.

Greek (Liddell-Scott)

τροχηλᾰσία: ἡ, τὸ τροχηλατεῖν, ἡ τῶν τροχῶν περιφορά, ἁρματηλασία, Ἱππ. 1283. 14.

Greek Monolingual

ἡ, Α τροχήλατης
1. η ενέργεια του τροχηλατῶ, οδήγηση άρματος, αρματηλασία
2. μτφ. το ευμετάβλητο της ανθρώπινης ζωής.