ἀπορρέζω

Revision as of 15:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

fut. -ρέξω,

   A sacrifice, χίμαρον v.l. in Theoc.Ep.4.15; offer partof., Is.Fr.105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρέζω: μέλλ. -ρέξω, προσφέρω θυσίαν ἐξ ὧν ἔχω, κεὐθὺς ἀπορρέξειν χίμαρον καλὸν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 15 (διάφ. γραφ. ἐπιρρέζω) Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. (ὅστις λέγει «ἀπορρέζοντες· ἀπομερίζοντες, ἀπόμοιράν τινα δόντες»).

French (Bailly abrégé)

1 offrir en sacrifice une part de;
2 donner une part de.
Étymologie: ἀπό, ῥέζω.

Spanish (DGE)

ofrendar χίμαρον Theoc.Ep.4.15 (var. AP 9.437)
abs. ofrecer una parte Is.Fr.33.

Greek Monolingual

ἀπορρέζω (Α)
προσφέρω θυσία απ' ό,τι έχω.

Greek Monotonic

ἀπορρέζω: μέλ. -ρέξω, προσφέρω μέρος από κάτι ή προσφέρω ως θυσία κάτι από αυτά που έχω στην κατοχή μου, με γεν. διαιρ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρέζω: приносить в жертву (χίμαρον Theocr.).

Middle Liddell


to offer some of a thing, c. gen. partit., Theocr.