ἐμπόλιον

From LSJ
Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπόλιον Medium diacritics: ἐμπόλιον Low diacritics: εμπόλιον Capitals: ΕΜΠΟΛΙΟΝ
Transliteration A: empólion Transliteration B: empolion Transliteration C: empolion Beta Code: e)mpo/lion

English (LSJ)

τό,

   A casing for a dowel, ἐ. Χαλκᾶ IG2.1054f4, 1054gA6.

Spanish (DGE)

-ου, τό
arq. funda hecha de dos piezas cúbicas que rodea las clavijas que sujetan los tambores de las columnas ἐμπόλια χαλκᾶ IEleusis 157.4, cf. 20, 24 (IV a.C.), τετρᾶναι ... τοῖς ἐμπολίοις καὶ μολυβδοχοῆσαι ID 104.4a.A.6 (IV a.C.).

Greek Monolingual

ἐμπόλιον, το (Α)
ξύλινος κύβος που στερεωνόταν μεταξύ τών σπονδύλων τών κιόνων και στις δύο έδρες τους και χρησίμευε στην τέλεια προσαρμογή και σταθεροποίησή τους.