ἐμπόλιον
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
τό,
A casing for a dowel, ἐ. Χαλκᾶ IG2.1054f4, 1054gA6.
Spanish (DGE)
-ου, τό
arq. funda hecha de dos piezas cúbicas que rodea las clavijas que sujetan los tambores de las columnas ἐμπόλια χαλκᾶ IEleusis 157.4, cf. 20, 24 (IV a.C.), τετρᾶναι ... τοῖς ἐμπολίοις καὶ μολυβδοχοῆσαι ID 104.4a.A.6 (IV a.C.).
Greek Monolingual
ἐμπόλιον, το (Α)
ξύλινος κύβος που στερεωνόταν μεταξύ τών σπονδύλων τών κιόνων και στις δύο έδρες τους και χρησίμευε στην τέλεια προσαρμογή και σταθεροποίησή τους.