ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: ἐπίθολος | Medium diacritics: ἐπίθολος | Low diacritics: επίθολος | Capitals: ΕΠΙΘΟΛΟΣ |
Transliteration A: epítholos | Transliteration B: epitholos | Transliteration C: epitholos | Beta Code: e)pi/qolos |
ον, A turbid, ὕδωρ Lyd.Ost.8.
ἐπίθολος: -ον, θολερός, ἢ ὅταν ἐπίθολον ὕδωρ αἱ φρεατίαι ἀναβλύζωσι Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. 283. 1.
ἐπίθολος, -ον (Μ)
θολός, θολωμένος («ἐπίθολον ὕδωρ», Ιωάνν. Λυδ.).