ὑπόλιθος

Revision as of 09:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A stony, γῄδιον Luc.Tim.31, Abd.27.

German (Pape)

[Seite 1224] unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλῐθος: -ον, ὀλίγον τι πετρώδης, Λουκ. Τίμ. 31, Ἀποκηρυττ. 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qqe peu pierreux, un peu rocailleux.
Étymologie: ὑπό, λίθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά-λιθος].

Greek Monotonic

ὑπόλῐθος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλῐθος: несколько каменистый (γήδιον Luc.).

Middle Liddell

ὑπό-λῐθος, ον,
somewhat stony, Luc.