ὑπόλιθος
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ὑπόλιθον, stony, γῄδιον Luc.Tim.31, Abd.27.
German (Pape)
[Seite 1224] unten steinig, mit steinigem Boden; – etwas steinig: Sp., wie Luc. Tim. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qqe peu pierreux, un peu rocailleux.
Étymologie: ὑπό, λίθος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόλῐθος: несколько каменистый (γήδιον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόλῐθος: -ον, ὀλίγον τι πετρώδης, Λουκ. Τίμ. 31, Ἀποκηρυττ. 27.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τόπο) ο κάπως πετρώδης ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. κατά-λιθος].
Greek Monotonic
ὑπόλῐθος: -ον, κάπως πετρώδης, σε Λουκ.