εὐφραντός

From LSJ
Revision as of 20:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφραντός Medium diacritics: εὐφραντός Low diacritics: ευφραντός Capitals: ΕΥΦΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: euphrantós Transliteration B: euphrantos Transliteration C: effrantos Beta Code: eu)franto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A pleasant, dub. in Gal.5.88: Εὐφραντά, τά, title of work by Timocrates, D.L.10.6, cf. Sch.E.Hec.100, al.    2 cheered, delighted, Sch. rec.A.Pr.536.

Greek Monolingual

εὐφραντός, -ή, -όν (Α) ευφραίνω
1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος
2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά
τίτλος έργου του Τιμοκράτους.
επίρρ...
εὐφραντῶς (Μ)
ευχάριστα, ευάρεστα.

Russian (Dvoretsky)

εὐφραντός: радостный, приятный Timocrates ap. Diog. L.