φοβερίζω

Revision as of 09:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A terrify, scare, LXXNe.6.9, al.:—Pass., Cat.Cod.Astr. 8(4).194.

German (Pape)

[Seite 1294] schrecken, in Schrecken setzen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φοβερίζω: ὡς καὶ νῦν, φοβερίζω, κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ, Ἑβδ. (Νεεμ. Ϛ΄, 9, κ. ἀλλ.)· ― φοβερισμός, ὁ, τὸ φοβεριζειν, αὐτόθι (Ψαλμ. ΠΖ΄, 16).

Greek Monolingual

ΝΜΑ φοβερός
1. απειλώ κάποιον
2. προξενώ φόβο σε κάποιον, τον κάνω να φοβηθεί, τον τρομάζω.