ῥύπασμα
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, A dirt, filth, pollution, Apollon.Lex. s.v. λύματα: but ῥῠπασμός, ὁ, is f.l. in Eust.1849.12.
German (Pape)
[Seite 852] τό, Beschmutzung, Befleckung, Schmutz, Hast. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπασμα: τό, ῥύπος, ἀκαθαρσία, μίασμα, Γρηγ. Νύσσ. τ. 3, σ. 247D· - ὑποκορ. ῥυπάσμιον· τό, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 655.
Greek Monolingual
το / ῥύπασμα, ΝΜΑ ῥυπαίνω
νεοελλ.
ιατρ. ρυπία
μσν.-αρχ.
ρύπος, ακαθαρσία.