ἐπισυμπίπτω

Revision as of 15:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A collapse, decay, Ph.2.221, Anon.Lond.27.31 ; spring together again, Str.6.1.12 ; contract, of the heart in systole, Ruf.Syn.Puls.3.    II happen besides or in addition to, τοῖς γεγονόσιν J.AJ15.10.3 ; -πίπτουσαι διαστροφαί casual distortions, Ptol.Tetr.108.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πίπτω), darauf zusammenfallen, zugleich damit verfallen, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.

Greek Monolingual

ἐπισυμπίπτω (Α)
1. αναπηδώ μαζί ξανά
2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)
3. συμπίπτω.