ῥύψις

Revision as of 09:48, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ, (ῥύπτω)    A cleansing, purifying, Pl.Ti.65e, Ti.Locr.100e.

German (Pape)

[Seite 854] ἡ, die Reinigung, Plat. Tim. 65 a.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύψις: ἡ, (ῥύπτω) «κάθαρσις, καθαρισμὸς» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Τίμ. 65Ε, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 100Ε.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α ῥύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρύπτω, το πλύσιμο, ο καθαρισμός.

Russian (Dvoretsky)

ῥύψις: εως ἡ очистка, очистительное действие Plat.