μεταπλάσσω

Revision as of 18:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. μεταπλάττω,

   A mould differently, remodel, Pl.Ti.92b, Iamb.Myst.3.28; τι εἴς τι Pl.Ti.50a (so in Med., AP9.708 (Phil.)); βίον μ. ἄλλοι ἄλλως Melinnoap.Stob.3.7.12.    2 counterfeit, τὸ θεῖον νόμισμα Ph.1.220.    II Gramm., in Pass., to be formed by metaplasm, A.D.Adv.184.11, Arc.129.6, Eust.58.38.

German (Pape)

[Seite 152] (s. πλάσσω), umformen, anders gestalten; ἕκαστα εἰς ἅπαντα, Plat. Tim. 50 a; Sp., wie Hedyl. 3 (App. 29), Luc. Halc. 4, γυναικὸς εἶδος μεταπλασθὲν εἰς ὄρνιθός τινος ποιῆσαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπλάσσω: Ἀττ. -ττω, πλάττω διαφόρως, τροποποιῶ, μεταβάλλω, Πλάτ. Τίμ. 50Α· τι εἴ τι αὐτόθι 92Β· (οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 708)· μεταπλάσσων (ὁ αἰὼν) βίον ἄλλοτ’ ἄλλως Μελιννὼ Λεσβία παρὰ Στοβ. τ. 7. 13. 2) γραμμ., σχηματίζω πτῶσιν ὀνόματος κατὰ μεταπλασμόν, δηλ. ἐξ ὀνομαστικῆς μὴ ὑπαρχούσης, τὸ δὲ ὑσμῖνι ὤφειλε μὲν διὰ τοῦ η ἔχειν τὴν λήγουσαν, εὐθεῖα γὰρ ἡ ὑσμίνη· μετεπλάσθη δὲ ὡς καὶ τὸ Δωδῶνι κτλ., Εὐστ. 365, 13.

French (Bailly abrégé)

modeler autrement, transformer ; Pass. être transformé.
Étymologie: μετά, πλάσσω.

Greek Monotonic

μεταπλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -πλάσω [ᾰ], πλάθω με διαφορετικό τρόπο, αναδημιουργώ, σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπλάσσω: атт. μεταπλάττω тж. med. преображать, переделывать, превращать (τι εἴς τι Plat.).

Middle Liddell

att. -ττω fut. -πλάσω
to mould differently, remodel, Plat.; so in Mid., Anth.