ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
(-έω) (Μ ἀναδημιουργῶ)δημιουργώ εκ νέου, κατασκευάζω κάτι από την αρχή, ξαναφτιάχνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δημιουργῶ.ΠΑΡ. νεοελλ. αναδημιουργία].