αναδημιουργώ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
(-έω) (Μ ἀναδημιουργῶ)
δημιουργώ εκ νέου, κατασκευάζω κάτι από την αρχή, ξαναφτιάχνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δημιουργῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδημιουργία].