Λεωκόρειον
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Full diacritics: Λεωκόρειον | Medium diacritics: Λεωκόρειον | Low diacritics: Λεωκόρειον | Capitals: ΛΕΩΚΟΡΕΙΟΝ |
Transliteration A: Leōkóreion | Transliteration B: Leōkoreion | Transliteration C: Leokoreion | Beta Code: *lewko/reion |
τό, A the temple of the daughters of Leos, Th.1.20, 6.57.
Λεωκόρειον: τό (κόρη), ηρώο στην Αθήνα που χτίστηκε από τους Αθηναίους στη μνήμη των δύο θυγατέρων του Λεώ, ο οποίος τις παρέδωσε στη σφαγή για να σωθεί η πόλη, σε Θουκ.