Λεωκόρειον

From LSJ
Revision as of 13:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λεωκόρειον Medium diacritics: Λεωκόρειον Low diacritics: Λεωκόρειον Capitals: ΛΕΩΚΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: Leōkóreion Transliteration B: Leōkoreion Transliteration C: Leokoreion Beta Code: *lewko/reion

English (LSJ)

τό,    A the temple of the daughters of Leos, Th.1.20, 6.57.

Greek Monotonic

Λεωκόρειον: τό (κόρη), ηρώο στην Αθήνα που χτίστηκε από τους Αθηναίους στη μνήμη των δύο θυγατέρων του Λεώ, ο οποίος τις παρέδωσε στη σφαγή για να σωθεί η πόλη, σε Θουκ.