γυμνοποδέω
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
A go barefoot, Socr.Ep.13.
German (Pape)
[Seite 509] barfuß gehen, Epist. Socr. 13.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνοποδέω: περιπατῶ γυμνόπους, Ἐπ. Σωκρ. 13, Γρ. Ναζ. 2, 649Β (Migne).
Spanish (DGE)
ir, andar descalzo, Ἀντισθένης Socr.Ep.13.2, de los discípulos de Cristo δεῖ ... γυμνοποδεῖν, ἵνα φανῶσιν οἱ πόδες ὡραῖοι τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην Gr.Naz.M.36.649B, cf. Hdn.Epim.18, Sud.