διάθραυστος
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ον, A easily broken, Thphr.Lap.11.
Greek (Liddell-Scott)
διάθραυστος: -ον, εὐκόλως θραυόμενος, Θεόφρ. Λίθ. 11.
Spanish (DGE)
-ον
que se rompe fácilmente, frágilde ciertas piedras μαλακωτέρους καὶ διαθραύστους μᾶλλον Thphr.Lap.11.