διοπτεία

From LSJ
Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοπτεία Medium diacritics: διοπτεία Low diacritics: διοπτεία Capitals: ΔΙΟΠΤΕΙΑ
Transliteration A: diopteía Transliteration B: diopteia Transliteration C: diopteia Beta Code: dioptei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A seeing through, τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν Procl.Hyp. 3.17.    II use of the διόπτρα, Hero *Deff.135.8.

Greek (Liddell-Scott)

διοπτεία: ἡ, παρατήρησις διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión (γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.

Greek Monolingual

διοπτεία, η (Α) διοπτεύω
η διόπτευση.