εἰκαιολόγος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ον, A talking at random, Phld.Rh.1.191 S. (Comp.).
German (Pape)
[Seite 726] unbedachtsam schwatzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιολόγος: -ον, ματαιολόγος, φλύαρος, Φιλόδημ. ἐν Vol. Herc. Oxon. 2. 10.
Spanish (DGE)
-ον
charlatán, que dice tonterías, que habla por hablar οἱ διατριβικοί Phld.Rh.1.191, ὡς δοκεῖ τοῖς εἰκαιολόγοις Ps.Caes.69.21, de los maniqueos, Ps.Caes.101.15, ἐὰν ... ὦσιν εἰκαιολόγοι καὶ ἀγελαῖοι Elias in Cat.108.28.
Greek Monolingual
εἰκαιολόγος, -ον (Α)
απερίσκεπτος στον λόγο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εικαίος + -λόγος < λόγος.