καταγεύομαι

Revision as of 15:55, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

English (LSJ)

   A taste, οἴστρου Orac. ap. Phleg.37 J.    2 Medic., examine, probe, τοῦ βάθους Heliod. ap. Orib.46.11.13.    II also as Pass., to be conquered in taste, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1342] kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσθείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηθείς.

Greek (Liddell-Scott)

καταγεύομαι: ἀποθ., ἐξετάζω, δοκιμάζω, καταγεύεσθαι τοῦ βάθους Χειρουργ. Ἀρχ. σ. 94. ΙΙ. ὡσαύτως ὡς παθ., καταγευσθείς· «τῇ γεύσει νικηθεὶς» Φώτιος.

Greek Monolingual

καταγεύομαι (AM)
μσν.
παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς
τῇ γεύσει νικηθείς»
αρχ.
1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι
2. εξετάζω.