ταχυχειλής
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ές,
A quick-lipped, αὐλοὶ τ. flutes or pipes over which the lips run rapidly, AP5.205 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1077] ές, mit schnellen Lippen; αὐλοί, Leon. Tar. 1 (V, 206), Flöten, die mit schnell u. leicht darüber hineilenden Lippen geblasen werden; Osann auctar. lex. p. 154 schlägt τανυχειλεῖς vor.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠχειλής: -ές, ἐπὶ αὐλοῦ, ὁ ταχέως, εὐκόλως διὰ τῶν χειλέων φυσώμενος, αὐλοὶ τ. Ἀνθ. Π. 5. 206.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για αυλό) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να φυσήξει με τα χείλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -χειλής (< χεῖλος, το), πρβλ. παχυ-χειλής].
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠχειλής: быстро пробегаемый губами (αὐλοί Anth.).