κίρσωσις
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
εως, ἡ, A becoming varicose, Heliod.(?)ap.Orib.45.18.29.
Greek Monolingual
κίρσωσις, ἡ (Α) κιρσώ
ο σχηματισμός κιρσών.