ματαιόφωνος

From LSJ
Revision as of 11:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιόφωνος Medium diacritics: ματαιόφωνος Low diacritics: ματαιόφωνος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: mataióphōnos Transliteration B: mataiophōnos Transliteration C: mataiofonos Beta Code: mataio/fwnos

English (LSJ)

ον,    A talking idly, Hsch. s.v. μαψίφωνος.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιόφωνος: -ον, ὁ ματαίως, ἀφρόνως ὁμιλῶν, ὁ μάταια φωνῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. μαψίφωνος· ― οὐσιαστ. ματαιοφωνία, ἡ Σουΐδ. ἐν λέξ. κενοφωνία, Φώτ.

Greek Monolingual

ματαιόφωνος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει ανόητα και άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψηλό-φωνος].