νοσοεργός

From LSJ
Revision as of 16:37, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "de herb." to "de herb.")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσοεργός Medium diacritics: νοσοεργός Low diacritics: νοσοεργός Capitals: ΝΟΣΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: nosoergós Transliteration B: nosoergos Transliteration C: nosoergos Beta Code: nosoergo/s

English (LSJ)

όν,

   A causing sickness, Poet.de herb.39.

Greek (Liddell-Scott)

νοσοεργός: -όν, (*ἔργω) ὁ προξενῶν νόσον, Ποιητὴς π. τῆς τῶν Βοταν. Δυνάμ. 39.

Greek Monolingual

νοσοεργός, -όν (Α)
αυτός που προξενεί νόσο, νοσηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός, ξυλο-εργός].