μισόδουλος

Revision as of 12:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A hating slaves: ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Gp.11.28.1, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόδουλος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς δούλους· - ἡ μ. βοτάνη, = ὤκιμον, Γεωπ. 11. 28.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. βοτάνη;
autre nom de la plante ὤκιμον.
Étymologie: μισέω, δοῦλος.

Greek Monolingual

μισόδουλος, ον (ΑΜ)
αυτός που μισεί τους δούλους
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόδουλον
ονομασία του φυτού ώκιμον, ο βασιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + δοῦλος (πρβλ. φιλό-δουλος)].