περιτιάρα

From LSJ
Revision as of 17:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτῐάρα Medium diacritics: περιτιάρα Low diacritics: περιτιάρα Capitals: ΠΕΡΙΤΙΑΡΑ
Transliteration A: peritiára Transliteration B: peritiara Transliteration C: peritiara Beta Code: peritia/ra

English (LSJ)

[ᾱρ], ας, ἡ,    A round cap, Tz.H.8.310 :—Dim. περι-άριον, τό, Sch.Tz. in An.Ox.3.358.

Greek (Liddell-Scott)

περιτιάρα: ἡ, περικάλυμμα κεφαλῆς, κυρίως τῶν πολιτῶν, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 310· ― περιτιάριον παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 3. 358, 17.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
περικάλυμμα του κεφαλιού που έφεραν κυρίως πολιτικοί αξιωματούχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιάρα «κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν σε επίσημες περιστάσεις»].