προσαποτίνω

Revision as of 19:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τείσω,    A pay besides, μισθόν Pl.Lg.945a, cf. PEleph.1.11 (iv B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).29 (Cyrene, i B.C./i A.D.); τόκους Men.235.9; χρήματά τινι Dius ap.J.AJ8.5.3; opp. -δίδωμι, Hyp.Eux.17.

German (Pape)

[Seite 751] (s. τίνω), noch dazu zahlen od. büßen, προσαποτισάτω μισθόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. προσαποτιμάω.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποτίνω: [ῐ], μέλλ. -τίσω [ῑ], ἀποτίνω, πληρώνω προσέτι, μισθὸν Πλάτ. Νόμ. 945Α· οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ -δίδωμ , Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. ΙΙΙ. 17, Blass.

French (Bailly abrégé)

payer ou acquitter en outre.
Étymologie: πρός, ἀποτίνω.

Greek Monolingual

Α
πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»].

Greek Monotonic

προσαποτίνω: [ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αποτίνω ook nog betalen.

Russian (Dvoretsky)

προσαποτίνω: (ῑ) сверх того платить (μισθόν Plat.; τόκους Men.).

Middle Liddell

fut. -τίσω
to pay besides, Plat.