προσαποτιμάω
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
English (LSJ)
estimate besides, ὧν π. τῷ Λεωκράτει πλεῖν ἢ χιλίας the value of which he set at more... D.41.27 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu abschätzen; Dem 41, 27 hat Bekker προσαπετίμησε τῷ Λεωκράτει πλεῖον ἢ χιλίας für die vulg. προσαπέτισε aufgenommen.
French (Bailly abrégé)
προσαποτιμῶ :
estimer ou évaluer en outre.
Étymologie: πρός, ἀποτιμάω.
Russian (Dvoretsky)
προσαποτῑμάω: кроме того оценивать (πλέον ἢ χιλίας Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προσαποτῑμάω: ἀποτιμῶ, ἐκτιμῶ προσέτι, ὧν ὁ Πολύευκτος προσαπετίμησε τῷ Λεωκράτει πλέον ἢ χιλίας, τῶν ὁποίων τὴν τιμὴν ὥρισεν ὁ Πολ. εἰς πλείονας τῶν χιλίων (μνῶν), Δημ. 1036. 17.
Greek Monotonic
προσαποτῑμάω: μέλ. -ήσω, υπολογίζω, εκτιμώ επιπλέον, σε Δημ.