προσαποτιμάω

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποτῑμάω Medium diacritics: προσαποτιμάω Low diacritics: προσαποτιμάω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΤΙΜΑΩ
Transliteration A: prosapotimáō Transliteration B: prosapotimaō Transliteration C: prosapotimao Beta Code: prosapotima/w

English (LSJ)

estimate besides, ὧν π. τῷ Λεωκράτει πλεῖν ἢ χιλίας the value of which he set at more... D.41.27 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 751] noch dazu abschätzen; Dem 41, 27 hat Bekker προσαπετίμησε τῷ Λεωκράτει πλεῖον ἢ χιλίας für die vulg. προσαπέτισε aufgenommen.

French (Bailly abrégé)

προσαποτιμῶ :
estimer ou évaluer en outre.
Étymologie: πρός, ἀποτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

προσαποτῑμάω: кроме того оценивать (πλέον ἢ χιλίας Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαποτῑμάω: ἀποτιμῶ, ἐκτιμῶ προσέτι, ὧν ὁ Πολύευκτος προσαπετίμησε τῷ Λεωκράτει πλέον ἢ χιλίας, τῶν ὁποίων τὴν τιμὴν ὥρισεν ὁ Πολ. εἰς πλείονας τῶν χιλίων (μνῶν), Δημ. 1036. 17.

Greek Monotonic

προσαποτῑμάω: μέλ. -ήσω, υπολογίζω, εκτιμώ επιπλέον, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to estimate besides, Dem.