θωρακισμός

Revision as of 21:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A arming with breastplates, LXX 2 Ma.5.3.

German (Pape)

[Seite 1230] ὁ, die Bewaffnung mit einem Panzer, Bewaffnung, Sp. Auch übertr.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θωρακισμός) θωρακίζω
ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος.