θωρακισμός

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θωρᾱκισμός Medium diacritics: θωρακισμός Low diacritics: θωρακισμός Capitals: ΘΩΡΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: thōrakismós Transliteration B: thōrakismos Transliteration C: thorakismos Beta Code: qwrakismo/s

English (LSJ)

ὁ, arming with breastplates, LXX 2 Ma.5.3.

German (Pape)

[Seite 1230] ὁ, die Bewaffnung mit einem Panzer, Bewaffnung, Sp. Auch übertr.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θωρακισμός) θωρακίζω
ο οπλισμός με θώρακα, το να θωρακίζει κανείς κάτι ή να θωρακίζεται ο ίδιος.