προσυντρίβω

Revision as of 19:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῑ],    A break in pieces before, ῥάβδους Id.59.20.

German (Pape)

[Seite 785] vorher zerreiben, zerbrechen, D. Cass. 59, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προσυντρίβω: [ῑ], συντρίβω πρότερον, Δίων Κ. 59. 20.

Greek Monolingual

Α συντρίβω
σπάζω σε κομμάτια, κομματιάζω, θρυμματίζω προηγουμένως («τὰς ῥάβδους προσυντρίψας», Δίων Κάσσ.).